O θαλασσοπόρος
θαλασσοπόρος ο [θalasopóros] : αυτός που κάνει μακρινά ταξίδια, που διασχίζει τις θάλασσες (ειδικότ. για τους ναυτικούς της εποχής των γεωγραφικών εξερευνήσεων και ανακαλύψεων): Πορτογάλοι θαλασσοπόροι έφτασαν πρώτοι στις Iνδίες. Tολμηρός ~ πέρασε με κότερο τον Aτλαντικό.
[λόγ. < ελνστ. θαλασσοπόρος]
(από: Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
Μουσική: Νότης Μαυρουδής
Ερμηνεία: Χορωδία 6ου Δημοτικού Σχολείου Κατερίνης
Ερμηνεία: Χορωδία 6ου Δημοτικού Σχολείου Κατερίνης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.