Ξέρω στη χώρα τη μεγάλη
τον πλούσιο δρόμο τον πλατύ
με τα παλάτια και τους κήπους.
Δε θα το χτίσω εκεί.
Ξέρω το πρόσχαρο ακρογιάλι
όλο το κύμα το φιλεί,
κρινόσπαρτ΄είναι η αμμουδιά του.
Δε θα το χτίσω εκεί.
Aτέλειωτη τραβά μια στράτα,
σκίζει μια χέρσα απλοχωριά,
σκληρά τη δέρνει τ' αγριοκαίρι
και ο λίβας τη χτυπά,
Μια στράτα χιλιοπατημένη
τον καβαλάρη νηστικό,
τον πεζοδρόμο διψασμένο
θάφτει στον κουρνιαχτό.
Eκεί το σπίτι μου θα χτίσω
με μια βρυσούλα στην αυλή·
πάντα η γωνιά του θα καπνίζει
κι η θύρα του ανοιχτή.
Kωστής Παλαμάς
χέρσος: αυτός που δεν έχει καλλιεργηθεί ή δεν μπορεί να καλλιεργηθεί, ο άγονος
λίβας: ο θερμός νοτιοδυτικός άνεμος που πνέει από τη Λιβύη
κουρνιαχτός: σύννεφο σκόνης που σηκώνεται με την κίνηση (ανθρώπων, ζώων, οχημάτων) ή με τον αέρα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.